κυανώπιδες

κυανώπιδες
κυανώ̱πιδες , κυανῶπις
dark-eyed
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”